- ζωοτοκία
- ζωοτοκ-ία, ἡ, Id.GA 754b29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωοτοκία — η (Α ζωοτοκία) [ζωοτόκος] ο τοκετός, η γέννηση ζωντανού όντος νεοελλ. 1. ζωολ. ο τρόπος αναπαραγωγής τών ζώων, κατά τον οποίο αυτά, αντί αβγών (ωοτοκία) γεννούν τέλεια νεογνά 2. βοτ. η βλάστηση τών σπερμάτων πριν από την απόσπασή τους από το… … Dictionary of Greek
ζωοτοκία — η γέννηση τέλεια διαμορφωμένων όντων: Η ζωοτοκία είναι γνώρισμα των θηλαστικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφίδα — Έντομο κοινώς γνωστό ως ψείρα των φυτών ή σιταρόψειρα. Παρά πολλά είδη, που παίρνουν το όνομά τους από φυτά επάνω στα οποία αναπτύσσονται, ανήκουν στην οικογένεια των αφιδιδών η οποία υποδιαιρείται σε δύο υποοικογένειες: των αφιδινών και των… … Dictionary of Greek
θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… … Dictionary of Greek